μαργαρίτες

μαργαρίτες
μαργαρίτες οι
1) частицы Тела Господня в Святом Потире;
2) частички, вынимаемые священником из богослужебной просфоры
Этим.
< μαργαρίτης «жемчужина». Заимствование в греческом языке восточного происхождения эпохи Александра Македонского. Возможно, что происходит от санскр. manjari «почка, бутон цветка»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαργαρίτες" в других словарях:

  • Μαργαρίτες — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 27 χλμ. ΝΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη φέρει τοιχογραφίες του …   Dictionary of Greek

  • Margarites — Μαργαρίτες …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Samos — Die Gemeinde Samos (griechisch Δήμος Σάμου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den vier Vorgängergemeinden Vathy, Karlovasi, Marathokambos und Pythagorio der griechischen Insel Samos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

  • αγαθαία — (agathea).Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Είναι αείφυλλα φυτά ύψους 40 60 εκ. της νότιας Αφρικής. Τα φύλλα τους είναι ωοειδή, αντίθετα και με τρίχες. Τα άνθη σχηματίζουν κεφάλια με εξωτερικά μπλε και… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλιο — Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό,… …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 879 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαργαριτίου. To M. είναι χτισμένο σε λόφο στα δεξιά του αυτοκινητόδρομου Πάργας Ηγουμενίτσας και σε απόσταση 28 χλμ. ΝΑ της …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»